TuneList - Make your site Live

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

Σαν παλιό σινεμά

γράφει η Β


Μετά την επέλαση της 3D οθόνης (βλέπε Avatar) ποιος να το περίμενε ότι θα νοσταλγούσαμε τις αμερικάνικες αισθηματικές κομεντί της δεκαετίας του ’90. Που έχουν λόγο και αισθαντικότητα, που όλα παίζονται σε ένα βλέμμα του Ντε Νίρο και την παράσταση κλέβουν οι διάλογοι: μεστοί και χαριτωμένοι, ψυχογραφικοί και οικείοι, νευρωτικοί και αστείοι. Γιατί σινεμά δεν είναι τα οπτικά και ηχητικά εφέ, ούτε η ψευδαίσθηση της τρισδιάστατης κίνησης –αν θέλω να δω τρισδιάστατη κίνηση πάω στο θέατρο και αν θέλω να τη νιώσω στα συγκρουόμενα ( πόσο fake να αντέξει κανείς στο φαντασιακό του 21ου αιώνα…) Σινεμά είναι το παιχνιδιάρικα γοητευτικό βλέμμα του Μπρους Γουίλις, το μελαγχολικό του Αλ Πατσίνο, οι ντελικάτες κινήσεις της Μισέλ Πφάιφερ, οι αδέξιες της Μέριλ Στριπ. Είναι η ψυχική και πνευματική ανακίνηση, τα μικρά και μεγάλα ερωτηματικά των ανθρώπινων σχέσεων και όχι ο φτηνός και εύκολος εντυπωσιασμός των αισθήσεων που μπορεί να σου προξενήσει και ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι. Το σινεμά είναι απλό και πολύτιμο όπως η καθημερινότητά μας. Ούτε βαρύ, ούτε ελαφρύ, όπως είναι η ζωή.

Για το όνομα

γράφει η Β


Καταρχήν το όνομα του μπλόγκ ουδεμία σχέση έχει με το γνωστό τηλεοπτικό σήριαλ. Απλά οι ιδρυτές του στεγάζονται στην ίδια πολυκατοικία, μοιράζονται αρκετό από τον χωροχρόνο τους, γίνονται μάρτυρες και ενίοτε πρωταγωνιστές σε ιστορίες καθημερινής τρέλας με ισχυρή δόση βαλκανικού σουρεαλισμού. Δε θα γινόταν και διαφορετικά σε μια πολυκατοικία όπου μεταξύ των ενοίκων είναι μια τρελή και μια γεροντοκόρη - κάθε πολυκατοικία που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει τα ξεχωριστά αυτά ανθρώπινα είδη που ευδοκιμούν στην ελληνική πραγματικότητα- επίσης ένας 50αρης χήρος ρεμπέτης. Με λίγα λόγια ένας μικρόκοσμος του μικρόκοσμου που λέγεται Ελλάδα, του μικρόκοσμου που λέγεται πλανήτης Γη μες στο τεράστιο απύθμενο σύμπαν!



Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Η σκιά της σκιάς

Θα μ’ άρεσε να ’χα ταξιδέψει σε όλα τα καράβια που φόρτωσα, σε όλα τα καράβια μ’ όλους εκείνους τους επιβάτες που βοήθησα ν’ αποβιβαστούν, κουβαλώντας βαλίτσες γεμάτες πολύχρωμες ετικέτες ξενοδοχείων, τελωνείων, σιδηροδρομικών γραμμών. Θα μ’ άρεσε να ’χα ανέβει σ’ αυτούς τους άσπρους όγκους που λαμποκοπάνε στον ήλιο και να ’χα φύγει.

Εγώ δεν είμαι από δω. Δεν είμαι απ’ αυτή τη γη όπου γεννήθηκα. Και στη ζωή μαθαίνεις, μαθαίνει αυτός που θέλει να μάθει, ότι κανένας δε είναι από κει που γεννήθηκε, από κει που τον μεγάλωσαν. Ότι κανένας δεν είναι από πουθενά. Μερικοί προσπαθούν να συντηρήσουν τις αυταπάτες και δημιουργούν νοσταλγίες, ιδιοκτησίες, ύμνους και σημαίες. Ανήκουμε όλοι στους τόπους που δεν γνωρίσαμε. Αν υπάρχει νοσταλγία, είναι για τα πράγματα που ποτέ δεν είδαμε, για τις γυναίκες που μαζί τους δεν κοιμηθήκαμε κι ούτε ονειρευτήκαμε και για τους φίλους που δεν αποκτήσαμε ακόμα, τα βιβλία που δεν διαβάσαμε, τα φαγητά που αχνίζουν στη χύτρα κι ακόμα δεν τα δοκιμάσαμε. Αυτή είναι η αληθινή νοσταλγία, η μοναδική.

Και μαθαίνεις ακόμα πως κάποια στιγμή ο δρόμος στράβωσε, και πως τα πράγματα δεν θα ’πρεπε να ’ναι έτσι. Κανένας δεν θα ’πρεπε να τρώει ρύζι με μαμούνια και μισοσαπισμένο καλαμπόκι στις περιοχές με τα διυλιστήρια, πληρώνοντας τρεις φορές πάνω την τιμή τους γιατί τα μαγαζιά τα διαχειρίζονται οι εταιρείες, κανένας δεν θα ’πρεπε να παλεύει μες στη βροχή για να κλείσει τις βαλβίδες στο φρέαρ επτά, να τσαλαβουτάει στη λάσπη της ζούγκλας με τους αγωγούς, να βολοδέρνει με το τρυπάνι μες στους βάλτους, ν’ ανατινάζει με δυναμίτη, να κοιμάται στο υγρό έδαφος, να του βγαίνει η ψυχή την ώρα που ο εργοδηγός τρώει ζαμπόν και βούτυρο από δυο κονσέρβες που εμείς τις μεταφέραμε μέχρις εκεί. Και το αφεντικό ακόμα πιο μακριά από μας, να κοιμάται σε κρεβάτι δίχως να μας ξέρει, δίχως ν’ αναγνωρίζει πως από μας πηγάζει όλη του η ευημερία κι η εξουσία, δίχως να μαντεύει πως εμείς είμαστε τα μυρμήγκια που σπρώχνουν με τους ώμους τους την άνοδο των μετοχών του στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.

Γι’ αυτό δεν θέλω ν’ ανέβω σ’ αυτά τα άσπρα, τ’ αστραφτερά καράβια, γιατί θα ’πρεπε να πληρώσω τα όνειρά μου δουλεύοντας έντεκα ώρες τη μέρα καμαρότος, γυαλίζοντας στις σκάλες τις στιλπνές μπρούντζινες σκουπαστές, ιδρώνοντας στις κουζίνες μες στους ατμούς. Γι’ αυτό τα καράβια είναι μακριά, κι εγώ τα βλέπω να έρχονται και να φεύγουν απ’ όλα τα λιμάνια, απ’ όλα τα όνειρα, απ’ όλες τις νοσταλγίες.

Paco Ignacio Taibo 2, "Η σκιά της σκιάς"